Η επίθεση ΕΕ, αστικών κυβερνήσεων,
μονοπωλίων στα εργασιακά, ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων, πάνω στην
οποία χτίζεται το «φιλικό επενδυτικό περιβάλλον», περιλαμβάνει την πλήρη
«ευελιξία» στις εργασιακές σχέσεις, στο ωράριο εργασίας.
Τα βήματα στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας δεν οδηγούν σε
περιορισμό του εργάσιμου χρόνου, σε διεύρυνση και αναβάθμιση του ελεύθερου
χρόνου για τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες. Συνοδεύονται από τη μερική
απασχόληση, την εκ περιτροπής εργασία, τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, την
αύξηση του βαθμού της εκμετάλλευσης.
Η «απελευθέρωση» του ωραρίου, η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας κάνουν
δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στον εργάσιμο και μη εργάσιμο χρόνο. Βαραίνουν
περισσότερο τις εργατοϋπαλλήλους, αφού ο δικός τους «ελεύθερος χρόνος»
εξανεμίζεται κάτω από τη σχεδόν αποκλειστικά ατομική - οικογενειακή ευθύνη για
τη φροντίδα των παιδιών, των ηλικιωμένων μελών της οικογένειας, του
νοικοκυριού, στο έδαφος της εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης των
κοινωνικών υποδομών και υπηρεσιών για τη στήριξη της οικογένειας.
Τα δικαιώματα που αφορούν τον ελεύθερο χρόνο, όπως το 8ωρο, η Κοινωνική
Ασφάλιση, τα δικαιώματα που αφορούν την προστασία της μητρότητας, του
γυναικείου οργανισμού στο χώρο εργασίας, οι Συλλογικές Συμβάσεις, η κυριακάτικη
αργία, δεν εμφανίστηκαν μια κι έξω.
|
Μεταξεργάτριες στο Σουφλί το 1935
|
Διαμορφώθηκαν παράλληλα με την ανάπτυξη
του καπιταλισμού και τους αγώνες της εργατικής τάξης, με την καθοριστική
συμβολή του ΚΚΕ. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία της καθιέρωσης της αργίας της
Κυριακής.
Από το αγροτικό παρελθόν
στο εργατικό παρόν
Η ιστορία της καθιέρωσης της αργίας της Κυριακής είναι μπερδεμένη ανάμεσα
σε θρησκευτικές παραδόσεις στα τέλη του 19ου αιώνα και στους εργατικούς αγώνες
για τη μείωση των ωρών εργασίας, το 8ωρο και το δικαίωμα των εργαζομένων στον
ελεύθερο χρόνο.
Η Κυριακή καθώς και οι εορτάσιμες μέρες του χρόνου ήταν αργίες για τους
αγρότες. Η απασχόληση στην ύπαιθρο ήταν συνεχής, ο καθημερινός ελεύθερος χρόνος
τους - και ιδιαίτερα των γυναικών - ήταν μηδαμινός. Εκτός από τη δουλειά στα
χωράφια και τη φροντίδα του λαχανόκηπου και των κατοικίδιων ζώων, οι γυναίκες
ήταν επιφορτισμένες με το νοικοκυριό και τη φροντίδα των παιδιών. Ο χρόνος
εργασίας στα χωράφια άρχιζε την ανατολή και τελείωνε με τη δύση του ήλιου.
Κατά τη δεκαετία του 1870 οι περισσότερες κοπέλες, ερχόμενες στην πόλη για να
εργαστούν, κατευθύνονταν στα εργοστάσια, κυρίως στα κλωστοϋφαντήρια. Η εργασία
στο ατμοκίνητο εργοστάσιο δεν απαιτούσε ιδιαίτερες τεχνικές γνώσεις.
Ο χρόνος εργασίας που επέβαλε το εργοστάσιο, ήταν το πρώτο και κυριότερο
πράγμα στο οποίο έπρεπε να μάθουν να πειθαρχούν οι εργαζόμενες. Το ρολόι ήταν
άγνωστο εξάρτημα. Οι μηχανισμοί μέτρησης του χρόνου πάντα ανήκαν στους άλλους.
Ηταν η καμπάνα της εκκλησίας, ο χαρακτηριστικός θόρυβος της μηχανής του τρένου,
το σφύριγμα στο εργοστάσιο που τις καλούσε στη δουλειά, το κουδούνι που σήμαινε
την έναρξη και την παύση της ή οι δείκτες του ρολογιού που ήταν σπανίως
κρεμασμένο στον τοίχο του εργοστασίου. Ελάχιστες από τις εργάτριες γνώριζαν την
ανάγνωση της ώρας από το ρολόι.
Από το αγροτικό παρελθόν στην έννοια του «εργοστασιακού χρόνου» της
εργάτριας παρέμεινε η προσκόλληση στο θρησκευτικό - αγροτικό περίβλημα του
χρόνου. Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά σε εφημερίδες της εποχής, ασκούνταν
πίεση στους εργοστασιάρχες να αλλάξουν το ωράριο εργασίας τις Παρασκευές των Χαιρετισμών,
προκειμένου το προσωπικό να πηγαίνει στην εκκλησία χωρίς να υπόκειται σε
χρηματικό πρόστιμο λόγω εγκατάλειψης της εργασίας του («Σφαίρα», αρ. 5409,
4-3-1900).
Ο χρόνος εργασίας και οι
αργίες στα μέτρα των εργοδοτών
Γρήγορα έγινε αντιληπτό από τους εργοστασιάρχες ότι με την προσαρμογή του
ωραρίου εργασίας σύμφωνα με κάποιες θρησκευτικές συνήθειες του προσωπικού,
έβγαιναν διπλά και τριπλά κερδισμένοι.
Στις γραπτές πηγές αποτυπώνεται ότι το κάθε εργοστάσιο είχε το δικό του
ωράριο εργασίας. Αρκετά όμως εργοστάσια επέλεγαν να κλείνουν τις μέρες που ήταν
μεγάλες θρησκευτικές εορτές, είτε επειδή είχαν απόθεμα εμπορευμάτων μεγαλύτερο
από αυτό που μπορούσαν να διαθέσουν (νηματουργία), είτε για να επισκευάσουν τα
μηχανήματά τους.
Αλλωστε, οι εργαζόμενοι ήταν πιο εύκολο να αποδεχτούν την απώλεια του
ημερομισθίου τις εορταστικές μέρες, παρά οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή
(«Σφαίρα», 5434, 4-4-1900). Ετσι, εξασφάλιζαν τις απαραίτητες λειτουργικές
ανάγκες του εργοστασίου για την απρόσκοπτη συνέχιση της καπιταλιστικής
παραγωγής.
Συγχρόνως χειραγωγούσαν ιδιαίτερα τις εργαζόμενες γυναίκες, παρουσιαζόμενοι
ως «καλοί χριστιανοί», «φιλάνθρωποι». Διαμόρφωναν και με αυτόν τον τρόπο το
κατάλληλο έδαφος για την αποδοχή από τους εργαζόμενους των χαμηλών μεροκάματων,
των άθλιων συνθηκών εργασίας, του ωραρίου εργασίας, χωρίς διαμαρτυρίες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο εργάσιμος χρόνος για τις εργάτριες, στα πρώτα
κείμενα που αναφέρονται σχετικά, προσδιορίζεται συχνότερα με βάση την ανατολή
και τη δύση του ήλιου, παρά με την ώρα, τα τέταρτα και τα λεπτά. Στο εργοστάσιο
κατασκευής παιγνιοχάρτων, στην Κέρκυρα, το 1887, οι εργάτριες «μεταβαίνουσι δε
από πρωίας και παραμένουν δι' όλης της ημέρας» (Μιχαήλ Μητσάκης, «Εν
βιομηχανικόν κατάστημα», «Εστία», αρ. 587, 29-3-1887).
Η μεγάλη διάρκεια του εργάσιμου χρόνου για τις γυναίκες είχε και την
αντίστοιχη δικαιολόγηση από εργοδότες, τον Τύπο κ.λπ., που την έδινε το ρητό
«αργία μήτηρ πάσης κακίας», γιατί «η εργατική ώρα, από της ανατολής του ηλίου
μέχρι δύσεως δεν αφίνει αυταίς ευρύ στάδιον εξαχρειώσεως...» (Ε. Κ. Ασώπιος,
«Αι γυναίκες εν τη ταχυδρομική και τηλεγραφική υπηρεσία», Αττικόν Ημερολόγιον
εκδιδόμενον υπό Ειρηναίου Ασωπίου του έτους 1890, σ. 111-120).
Κάθε άλλη ενασχόληση εκτός από το εργοστάσιο, το νοικοκυριό, τον
εκκλησιασμό και τη φροντίδα των παιδιών θεωρούνταν όχι μόνο σπατάλη χρόνου,
αλλά και «ηθικά ύποπτη».
Η καθιέρωση της
κυριακάτικης αργίας δεν ήταν εύκολη υπόθεση
Ο πρώτος νόμος για τον χρόνο εργασίας που θεσπίστηκε στην Ελλάδα ήταν το
Δεκέμβρη του 1909 για την «Κυριακή αργία» και άρχισε να εφαρμόζεται την πρώτη
Κυριακή του νέου χρόνου, δηλαδή στις 4 Ιανουαρίου 1910 (ΦΕΚ Α' 286/7-12-1909).
Οι αγώνες για την καθιέρωση της αργίας της Κυριακής δεν ήταν εύκολη
υπόθεση. Στις αρχές του 20ού αιώνα, στην Αθήνα διεξήχθησαν σκληροί αγώνες,
ιδίως στα «εμπορικά» καταστήματα (ένδυσης, υπόδησης κ.λπ.) των κεντρικών
δρόμων. Σημαντικότερες κινητοποιήσεις ήταν του 1890, 1891 (απεργία) και 1896,
καθώς και σε κλάδους, όπως στους τυπογράφους (1882 και 1909-1910), στους
ζαχαροπλάστες (1896 και 1899), στους κουρείς (1894, 1902, 1903), στους
αρτοποιούς (1879, 1904-1905 κ.ε.) και λίγο πριν από το 1909 στα παντοπωλεία.
Ανάπτυξη εργατικών αγώνων για την υπεράσπιση της Κυριακής αργίας υπήρχε και
την περίοδο του μεσοπολέμου, όταν αποτελούσε κανόνα η παραβίαση από τους
εργοδότες της όποιας εργατικής νομοθεσίας υπήρχε. Εξίσου χαρακτηριστικό είναι
ότι η πρώτη ομιλήτρια στην απεργιακή συγκέντρωση της 25ης Φλεβάρη 1945 ήταν η
ΕΠΟΝίτισσα Νίκη, όταν οι εμποροϋπάλληλοι σταμάτησαν την εργασία τους,
σηματοδοτώντας την προσπάθεια ανάδειξης και οργάνωσης των εργαζόμενων γυναικών.
Αντικείμενο ανειρήνευτης
πάλης
Από τότε μέχρι σήμερα βρίσκεται συνεχώς στο στόχαστρο των
μεγαλοεπιχειρηματιών η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας. Μέσα από διάφορες
εξαιρέσεις, από την εκχώρηση του δικαιώματος σε Περιφέρειες να αποφασίζουν πότε
και πώς θα ανοίγουν τα μαγαζιά, έως και τον τελευταίο νόμο της κυβέρνησης
ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, η Κυριακή αργία «ξηλώνεται» βήμα - βήμα και με σχέδιο.
Η προσπάθεια κατάργησης της Κυριακής αργίας δεν μπορεί να εξεταστεί χωριστά
από τους νόμους που πέρασαν για τη ρύθμιση του χρόνου εργασίας, ιδιαίτερα από
τη δεκαετία του '90 μέχρι σήμερα. Νόμοι που είναι στην κατεύθυνση της πολιτικής
της ΕΕ, εκεί που οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών της συνδιαμορφώνουν μέτρα
για αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων και ένας βασικός μοχλός
είναι η ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Αλλωστε, πάνω σ' αυτό το
έδαφος πάτησαν και όλες οι ανατροπές των εργασιακών σχέσεων, η «διευθέτηση» του
χρόνου εργασίας, η κάθε μορφή «ευέλικτης» απασχόλησης.
Η ιστορική πορεία της κυριακάτικης αργίας από τις αρχές του προηγούμενου
αιώνα μέχρι σήμερα δείχνει ότι κάθε εργατικό δικαίωμα είναι αποτέλεσμα σκληρών
αγώνων ανάμεσα στην εργατική τάξη και την καπιταλιστική εργοδοσία. Είναι
αντικείμενο ενός ανειρήνευτου αγώνα που συνεχίζεται μέχρι και τις μέρες μας.
Στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας δεν υπάρχουν διά παντός κατοχυρωμένα
εργατικά - λαϊκά δικαιώματα.
Η ανασύνταξη του εργατικού και λαϊκού κινήματος, με τη μαζική συμμετοχή και
των γυναικών, μπορεί να αποτελέσει τον «κυματοθραύστη» της επιθετικότητας του
κεφαλαίου. Οσο μεγαλώνει και δυναμώνει το τμήμα των εργατοϋπαλλήλων, γυναικών
και ανδρών, που αναπτύσσουν καθημερινά πρωτοπόρα δράση στα εργοστάσια, στις
επιχειρήσεις και υπηρεσίες, για τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες. Ωστε να γίνει
πιο μαζική και αποφασιστική η σύγκρουση, η ρήξη με τα συμφέροντα των
καπιταλιστών, το κράτος και τις συμμαχίες τους.
Της
Πόπης ΞΕΚΑΛΑΚΗ*
*Η Πόπη Ξεκαλάκη είναι μέλος του Τμήματος της ΚΕ για την Ισοτιμία των Γυναικών