ΤΗΛΕΦΩΝΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΛΑΪΚΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΑΓΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ - ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑ:6944412414,6747406564,6947821682,6973472404,6942638311,6983818036 ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ-ΜΕΝΕΜΕΝΗ:6947227605 ΑΝΩ ΠΟΛΗ:6948361660 Ε'ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ:6946878209 ΕΥΚΑΡΠΙΑ:6974421180 ΕΥΟΣΜΟΣ:2310776595,6977288801 ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ:2310442388,6978339896,6942228031 ΚΟΡΔΕΛΙΟ:6937269311 ΝΕΑΠΟΛΗ:2310625624,6972466504 ΠΕΥΚΑ:6973529349,6945968839 ΠΟΛΙΧΝΗ:2310608798 ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΗ:6977873449 ΣΥΚΙΕΣ:2310620293,6937389891,6995361453 ΤΟΥΜΠΑ-ΤΡΙΑΝΔΡΙΑ:6984201224
ΜΕΤΕΩΡΑ: 6947264179

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019

Τα σύνορα χαράσσονται με αίμα

Το ονοματολογικό της ΠΓΔΜ αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης διευθέτησης που προωθείται στα Βαλκάνια, με στόχο την «ευρωατλαντική ολοκλήρωση» της περιοχής, με ένταξη όλων των κρατών - μελών στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Παράλληλα, η επιλογή αυτή εκφράζει στρατηγικές επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης να διαδραματίσει αναβαθμισμένο ρόλο στην περιοχή, να αναδειχτεί σε «πυρήνα του άξονα σταθερότητας», όπως δήλωσε ο υπουργός Αμυνας.
Αυτά είναι τα κριτήρια που καθορίζουν τη στάση της κυβέρνησης απέναντι στο ζήτημα της ΠΓΔΜ και σ' αυτά συμπίπτει με όλα τα άλλα αστικά κόμματα, παρά την προσπάθεια να κρυφτεί η συμφωνία τους στον κουρνιαχτό της ονοματολογίας και στις αλληλοκατηγορίες για το ποιος ευθύνεται που το ζήτημα παρέμενε εκκρεμές τα τελευταία 26 χρόνια.
Με τα ίδια κριτήρια και τότε
Με τα ίδια κριτήρια, όμως, καθόρισαν τη στάση τους η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και ο τότε Συνασπισμός, όταν προέκυψε το ζήτημα με την απόσχιση της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» από την ενιαία πρώην Γιουγκοσλαβία, το 1991, ως μέρος της συνολικότερης πορείας διάλυσης του ομόσπονδου κράτους, που επεδίωξαν και τελικά πέτυχαν τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κέντρα των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ, μετά τις ανατροπές στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες.
Τα ελληνικά αστικά κόμματα και ο οπορτουνιστικός «Συνασπισμός» συντάχθηκαν πλήρως με αυτά τα σχέδια, προσμετρώντας το συμφέρον της ελληνικής αστικής τάξης και τη συμμετοχή της στη διανομή της λείας από την επαναχάραξη των συνόρων και το άνοιγμα νέων πεδίων κερδοφορίας στη Βαλκανική.
Γι' αυτό όλα τα κόμματα, παρά τις επιμέρους επιφυλάξεις και διαφοροποιήσεις, στήριξαν την απόφαση που πήρε στις 16 Δεκέμβρη 1991 το Συμβούλιο των υπουργών Εξωτερικών της ΕΟΚ για την αναγνώριση της Κροατίας και της Σλοβενίας, υπογράφοντας στην πραγματικότητα την πράξη διάλυσης της πρώην ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και ανοίγοντας τον «ασκό του Αιόλου» για την έξαρση των εθνικισμών, την αναζωπύρωση εμφύλιων πολέμων και βέβαια για την ανοιχτή ιμπεριαλιστική επέμβαση που ακολούθησε λίγα χρόνια μετά ενάντια στην πρώην Γιουγκοσλαβία.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, συμμετείχε ενεργά στις διεργασίες διάλυσης της πρώην ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και ο τότε ΥΠΕΞ, Αντ. Σαμαράς, έβαλε την υπογραφή του στο κείμενο των ομολόγων του. Η απόφαση αυτή είχε χαρακτηριστεί από τη Γερμανία «μεγάλη επιτυχία» της εξωτερικής της πολιτικής, ενώ ΗΠΑ και ΝΑΤΟ συμμετείχαν επίσης ενεργά.
Σε ό,τι αφορά το ΠΑΣΟΚ και τη στάση του απέναντι στη διάλυση της πρώην ενιαίας Γιουγκοσλαβίας , ο Ανδ. Παπανδρέου εμφανίζεται να δηλώνει μετά τη δεύτερη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στις 13 Απρίλη 1992, ότι «ήταν λάθος» η αποδοχή από την κυβέρνηση της απόφασης των ΥΠΕΞ της ΕΟΚ, ενώ θα μπορούσε να ασκήσει βέτο, αλλά εστίασε στο γεγονός ότι εφόσον δέχτηκε την κοινοτική απόφαση, «θα έπρεπε τουλάχιστον να έχει εξασφάλιση για το όνομα Μακεδονία στο όνομα της Μακεδονίας των Σκοπίων».
Ωστόσο, λίγες μέρες νωρίτερα, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ είχε συμφωνήσει στην αναγνώριση της Βοσνίας και της Κροατίας, στη συνάντηση των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών στις Βρυξέλλες! Αλλά και ο τότε Συνασπισμός κατάπιε αμάσητη την ΕΟΚική απόφαση για διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας και το μόνο που βρήκε να πει, ήταν ότι «είναι θετικές και αξιοποιήσιμες» οι προϋποθέσεις που έθεσε η ΕΟΚ για την αναγνώριση της ΠΓΔΜ.
Πορεία ολέθρου κατά των λαών
Τα όσα ακολούθησαν είναι λίγο - πολύ γνωστά: Η υποδαύλιση των εθνικισμών και των συγκρούσεων στην πολυεθνοτική Βοσνία - Ερζεγοβίνη οδήγησε στον πόλεμο του 1992 - '95. Το ΝΑΤΟ στήριξε ανοιχτά τους Κροάτες και τους Μουσουλμάνους της Βοσνίας και ξεκίνησε αεροπορικές επιδρομές κατά των Σέρβων το 1994 και το 1995, αλλάζοντας το συσχετισμό στο πεδίο των μαχών.
Ακολούθησαν η Συμφωνία Ειρήνης «με το πιστόλι στον κρόταφο» του Ντέιτον (Νοέμβρη '95), που οδήγησε στην καντονοποίηση της περιοχής. Ενα χρόνο μετά την υπογραφή της Συμφωνίας, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι (κυρίως Βρετανοί, Γερμανοί και Γάλλοι) θέριεψαν τους Κοσσοβάρους Αλβανούς αυτονομιστές του ΟΥΤΣΕΚΑ, που άρχισαν να διεκδικούν με ακόμη μεγαλύτερη ένταση την απόσχιση της επαρχίας από τη Σερβία.
Τον Ιούνη του 1998 έγινε η ΝΑΤΟική άσκηση «Αποφασιστικό Γεράκι», που ήταν πρόβα τζενεράλε για τη μετέπειτα ΝΑΤΟική επέμβαση. Το Γενάρη του 1999, αξιοποιώντας προσχήματα και προβοκάτσιες, το ΝΑΤΟ ξεκίνησε την επιχείρηση «κατά της εθνοκάθαρσης» και της «προστασίας των δικαιωμάτων των Αλβανών». Ακολούθησαν οι Συμφωνίες Ειρήνης του Ραμπουγιέ και του Παρισιού, που ουσιαστικά οδηγούσαν στην πλήρη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου.
Η άρνηση αυτού του εκβιασμού από την τότε κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας οδήγησε στην αμερικανοΝΑΤΟική επέμβαση στις 24/3/1999, όπου για 78 μέρες βομβαρδιζόταν όλη η χώρα. Το τέλος του πολέμου, τον Ιούνη του ίδιου έτους, βρήκε το ΝΑΤΟ επικεφαλής των δυνάμεων κατοχής του Κοσσυφοπεδίου, ενώ οι Αμερικανοί δημιούργησαν εκεί τη μεγαλύτερη στρατιωτική τους βάση στο εξωτερικό, την υπερ-βάση Μπόνστιλ, στα σύνορα Κοσσυφοπεδίου - Αλβανίας.
Η Ελλάδα έπαιξε ρόλο προγεφυρώματος στην ιμπεριαλιστική επέμβαση του 1999, πυροδοτώντας μαζικές αντιπολεμικές - αντιιμπεριαλιστικές λαϊκές κινητοποιήσεις, στις οποίες πρωτοστάτησε το ΚΚΕ. Με την ολοκλήρωση της διάλυσης της ΟΔ της Γιουγκοσλαβίας , προωθήθηκε η λεηλασία των Βαλκανίων με το «Σύμφωνο Σταθερότητας για τη Ν/Α Ευρώπη», ενώ στήθηκε και το Διεθνές Δικαστήριο για το ξέπλυμα των ιμπεριαλιστικών εγκλημάτων.
Το ΚΚΕ κόντρα στο ρεύμα, με κριτήριο το λαϊκό συμφέρον
Κόντρα στο ρεύμα, το ΚΚΕ κατήγγειλε από την πρώτη στιγμή την πολιτική ΗΠΑ - ΕΕ ως υπαίτια για την κατάσταση στα Βαλκάνια. Ανέδειξε παράλληλα την ανάγκη διατήρησης των συνόρων, όπως αυτά διαμορφώθηκαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σεβασμού στα δικαιώματα των μειονοτήτων, απεγκλωβισμού της Ελλάδας από την πολιτική του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, εξάντλησης όλων των δυνατοτήτων, ώστε να μη διαλυθεί η Γιουγκοσλαβία, αλλά να παραμείνει ενιαία.
Τον Φλεβάρη του 1992 η ΚΕ του ΚΚΕ έδωσε στη δημοσιότητα αναλυτικές θέσεις για τα Βαλκάνια, όπου υποδεικνύεται ως ένοχος «η πολιτική των ΗΠΑ και της ΕΟΚ, κυρίως της Γερμανίας, ο μεταξύ τους ανταγωνισμός για δημιουργία σφαιρών επιρροής και κατάκτηση νέων αγορών» και υπογραμμιζόταν ότι είναι μονόδρομος για τα συμφέροντα των βαλκανικών λαών μια πολιτική απόκρουσης των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην περιοχή.
Στον αντίποδα, καθ' όλη την πορεία διάλυσης της πρώην ενιαίας Γιουγκοσλαβίας , μέχρι τη σημερινή διευθέτηση των συνόρων στην ευρύτερη Βαλκανική (για την οποία κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αν είναι οριστική...), οι αστικές πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα κράτησαν την ίδια συνεπή στάση απέναντι στα συμφέροντα της αστικής τάξης. Στήριξαν τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και τις επεμβάσεις, που αιματοκύλησαν λαούς στα Βαλκάνια, με «έπαθλο» τη συμμετοχή στη διαδικασία «ανασυγκρότησης» των Βαλκανίων, όπου η Ελλάδα ανέλαβε αναβαθμισμένο ρόλο, ως το μοναδικό έως τότε μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

Περί δημοψηφισμάτων



Με αφορμή την κατάπτυστη συμφωνία Τσίπρα - Ζάεφ, από πολλούς διατυπώνεται το αίτημα να γίνει δημοψήφισμα προκειμένου ο λαός να τοποθετηθεί για τη συμφωνία.
Βεβαίως δεν θα μπορούσε κάποιος να έχει αντίρρηση στη δυνατότητα ο λαός να εκφραστεί, να διατυπώσει τη θέση του για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα και μέσα από ένα δημοψήφισμα.
Ομως η επίκληση αυτού του αιτήματος δεν μπορεί να μη φέρει στο νου την πείρα που υπάρχει σε Ελλάδα και Ευρώπη σε σχέση με τα δημοψηφίσματα, τους όρους που αυτά πραγματοποιούνται, τα ερωτήματα που τίθενται και τελικά το πώς αξιοποιούνται τα αποτελέσματά τους. Για να δούμε στην πράξη τελικά αν όντως μέσα από τέτοιες μορφές κατοχυρώνεται - εξασφαλίζεται η λαϊκή βούληση στο πλαίσιο της σημερινής δημοκρατίας, στο πλαίσιο δηλαδή ενός σάπιου πολιτικού συστήματος και μιας εξουσίας που υπερασπίζει τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων.
***
Ας δούμε λοιπόν τι λέει η εμπειρία.
Με ποιους όρους διεξάγονται κάθε φορά τέτοια δημοψηφίσματα; Μα πάντα μέσα σε όργιο πιέσεων και εκβιασμών από αστικά επιτελεία και μηχανισμούς, κινδυνολογίες και παρεμβάσεις επιχειρηματικών ομίλων και ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, προκειμένου το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος να είναι πάντα αυτό που «πρέπει»...
Στην ΠΓΔΜ, για παράδειγμα, έπεσαν λυτοί και δεμένοι ΝΑΤΟικοί, Ευρωενωσιακοί, όλοι για να στηρίξουν το «Ναι» στη συμφωνία, με απειλές, καταγγελίες για εξαγορά, εκβιασμούς κ.λπ.
Τα ίδια μπορούμε να δούμε και σε άλλου τύπου δημοψηφίσματα, σε λιγότερο «βαλκανικές» χώρες, πιο «δυτικές» και «πολιτισμένες» - στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Ισπανία, ακόμα και στη Βρετανία.
Αυτό όμως δεν περιορίζεται στις έξωθεν παρεμβάσεις, αλλά αφορά και το πώς κάθε φορά διαμορφώνονται τα ερωτήματα προκειμένου να μπαίνει πιο καθαρό και ωμό το εκάστοτε ψευτοδίλημμα. Ωστε με τα «μονά» να κερδίζει η αστική τάξη και με τα «ζυγά» να χάνει ο λαός.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το δημοψήφισμα τον Ιούλη του 2015 στην Ελλάδα, που επί της ουσίας ήταν να διαλέξει ο λαός ανάμεσα στο «μνημόνιο Σόιμπλε» και το «μνημόνιο Τσίπρα»...
Το ίδιο ισχύει και για το ερώτημα του δημοψηφίσματος στη γειτονική ΠΓΔΜ, εν προκειμένω για τη συμφωνία Τσίπρα - Ζάεφ. Αφού εδώ και χρόνια έχουν πιπιλίσει τα μυαλά του λαού ότι έξω από το μαντρί του ΝΑΤΟ και της ΕΕ θα τους φάει ο λύκος (...ή η αρκούδα), έθεσαν το ερώτημα αν είναι υπέρ ή κατά της εισόδου της χώρας στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ.
Ακόμα περισσότερη πείρα έχουμε σε σχέση με το κατά πόσο γίνονται σεβαστά τα αποτελέσματα των δημοψηφισμάτων, όταν αυτά δεν ταιριάζουν ακριβώς με τις εκάστοτε επιδιώξεις της αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών.
Ούτε εδώ χρειάζεται να πάει κανείς και πολύ μακριά, αφού η σημερινή κυβέρνηση έχει δώσει ένα πραγματικό «πρότυπο» με το δημοψήφισμα - απάτη του Ιούλη του 2015, μετατρέποντας μέσα σε μια νύχτα το «Οχι» σε «Ναι».
Αλλά και στη γειτονική χώρα, αφού το αποτέλεσμα δεν ήταν όπως θα ήθελαν, η κυβέρνηση της ΠΓΔΜ διάβασε τα στοιχεία καταπώς ήθελε, το ερμήνευσε όπως «έπρεπε» και έκρινε ότι το δημοψήφισμα δεν έχει δεσμευτική ισχύ, προχωρώντας στα επόμενα.
Αντίστοιχα βέβαια παραδείγματα υπάρχουν και αλλού, όπως π.χ. παλιότερα σε Γαλλία και Ιρλανδία, με αφορμή τα δημοψηφίσματα για το «Ευρωσύνταγμα», τότε που οι λαοί των χωρών αυτών κλήθηκαν να ψηφίζουν και να ξαναψηφίζουν μέχρι να βγει το «σωστό» - κατά τα ευρωενωσιακά επιτελεία - αποτέλεσμα, μέσα σε ένα όργιο πιέσεων και εκβιαστικών διλημμάτων.
Το ίδιο «έργο» βλέπει κανείς το διάστημα αυτό και στην περίπτωση του δημοψηφίσματος για το Brexit. Πέρα από το περιεχόμενό του και το γεγονός της «ερμηνείας» του κατά το δοκούν, ανοιχτό είναι το ενδεχόμενο να επαναληφθεί εφόσον τα συμφέροντα της βρετανικής αστικής τάξης το επιβάλλουν.
***
Το αίτημα για δημοψήφισμα μπορεί να διατυπώνεται καλοπροαίρετα από ορισμένους, εκφράζοντας την ανάγκη να αποτυπωθεί η «λαϊκή βούληση». Είναι όμως σίγουρο πως ορισμένες εθνικιστικές δυνάμεις το χρησιμοποιούν ως έναν από τους τζετζερέδες που χτυπάνε για να κάνουν φασαρία και να αποσπάσουν την προσοχή από το ΝΑΤΟικό περιεχόμενο της συμφωνίας των Πρεσπών και να επικεντρώσουν στο «ονοματολογικό», συσκοτίζοντας έτσι την ουσία της. Πολύ απλά, γιατί όλες αυτές οι δυνάμεις δεν εναντιώνονται στα σχέδια ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ και την επιδίωξη της ελληνικής αστικής τάξης να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτά. Διαφωνούν μόνο στους όρους και επικαλούνται τη «λαϊκή βούληση» για να προωθήσουν τα ίδια σχέδια από  άλλο δρόμο.
Σε κάθε περίπτωση ο αγώνας ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης, την εμπλοκή στους επικίνδυνους σχεδιασμούς ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ, που βαθαίνει για λογαριασμό της αστικής τάξης, δεν θα κριθεί από ένα δημοψήφισμα, όπου ο λαός θα πάει δεμένος χειροπόδαρα για να επιλέξει ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη.
Θα κριθεί όμως σε κάθε χώρο δουλειάς και γειτονιά, στην πάλη για αλλαγή συσχετισμών, εκεί όπου πρέπει να ακουστούν δυνατά το ΟΧΙ στα σχέδια ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ, στον αλυτρωτισμό και εθνικισμό, το ΝΑΙ στη φιλία, στην αλληλεγγύη και την κοινή πάλη των λαών ενάντια στα ιμπεριαλιστικά σχέδια. Θα κριθεί και από την ενίσχυση του ΚΚΕ παντού, ως της μόνης δύναμης που με συνέπεια στέκεται στην πρώτη γραμμή στον αγώνα ενάντια στα σχέδια κεφαλαίου και ιμπεριαλιστικών οργανισμών.

Τ. Γαλ.

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2019

Θεμέλια» και «αξίες» εχθρικές στα δικαιώματα και τις ανάγκες των γυναικών


i
Τους όρκους πίστης στην ισότητα των δύο φύλων σπεύδει να ανανεώσει η ΕΕ, μπροστά στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τον ερχόμενο Μάη. Η ενίσχυση του επίπλαστου χαρακτήρα της ένωσης των ευρωπαϊκών μονοπωλίων ως «συμμάχου» τάχα των γυναικών και «υπερασπιστή» των δικαιωμάτων τους, είναι ενταγμένη στην προσπάθεια για χειραγώγηση της σκέψης, της στάσης και τελικά της ψήφου τους.
Παράλληλα, η συζήτηση με επίκεντρο τα δικαιώματα των γυναικών αξιοποιείται για τη διαμόρφωση ενός βολικού πεδίου αντιπαράθεσης ανάμεσα στους υπερασπιστές της «ευρωπαϊκής ενοποίησης» και τους «πολεμίους» της, μιας αντιπαράθεσης πίσω από την οποία κρύβονται διαφορετικά αστικά συμφέροντα.
Στην προσπάθεια αυτή επιστρατεύονται διακηρύξεις και δεσμεύσεις των «θεσμών», των οργάνων και των αξιωματούχων της ΕΕ για την «ισότητα» των φύλων, αλλά και μελέτες από «ανεξάρτητες δεξαμενές σκέψης».
Χαρακτηριστική ως προς αυτά είναι η περίπτωση της «ευρωπαϊκής φεμινιστικής δεξαμενής σκέψης»με την επωνυμία «Gender Five Plus» (G5+) και της έκδοσής της με τίτλο «Ευρωεκλογές 2019: Προς τη δημοκρατία της ισότητας στην Ευρώπη». Οι «βιώσιμες λύσεις για την αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων», σύμφωνα με την έκδοση, πρέπει να αναζητηθούν μέσα από το πρίσμα και την οπτική του φύλου.
Μιλούν για την «ισότητα»...
Στις σελίδες της έκδοσης, η «ισότητα» των φύλων προβάλλεται ως «ιδρυτική αρχή» και «αξία» που βρίσκεται στα «θεμέλια» της ΕΕ. Η προβολή των διακηρύξεων στις ευρωπαϊκές Συνθήκες για την «ισότητα» δεν αποτελεί κάποια πρωτοτυπία των συντακτριών της συγκεκριμένης έκδοσης, αλλά μόνιμη επωδό των εκπροσώπων της Ενωσης, με στόχο να ενσωματώσει στις ανάγκες του κεφαλαίου τη συνείδηση των γυναικών που βιώνουν τις συνέπειες των αντιλαϊκών ευρωενωσιακών κατευθύνσεων.
Οταν, όμως, οι «Ευρωπαίοι εταίροι» εξαγγέλλουν στόχους για την «ισότητα», θέτουν στην πραγματικότητα στόχους για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και των μονοπωλίων της ΕΕ, που αξιοποιούν τις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών ως πηγή κέρδους, ως μέσο μείωσης μισθών και ως πολιτική χειραγώγησης.
Οταν διαφημίζουν την προσήλωση των ευρωενωσιακών Συνθηκών και Συμβάσεων στην αρχή της «ισότητας», επιδιώκουν να φτιασιδώσουν την ισοπέδωση προς τα κάτω των εργασιακών, ασφαλιστικών, κοινωνικών δικαιωμάτων γυναικών και ανδρών.
Οταν υπενθυμίζουν τα ...οφέλη που έχουν αποκομίσει οι γυναίκες από το «ευρωπαϊκό κεκτημένο», παίρνουν τα μέτρα τους απέναντι στη δικαιολογημένη δυσαρέσκεια που προκαλούν οι αντιλαϊκές κατευθύνσεις.
...ως μέσο ενσωμάτωσης και χειραγώγησης
«Οι γυναίκες έχουν επωφεληθεί από το ευρωπαϊκό σχέδιο και μπορούν να επωφεληθούν πολύ περισσότερο από την ανάπτυξη ενός συστήματος δημοκρατικής ισοτιμίας στην ΕΕ», αναφέρει η έκθεση. «Λιβανίσματα» όπως τα παραπάνω, έχουν το βλέμμα τους στραμμένο και στην κάλπη.
Οπως εξηγεί η «G5+», η συμμετοχή στις εκλογές του 2014 περιορίστηκε στο 42,6%, το χαμηλότερο ποσοστό που έχει ποτέ καταγραφεί στις κάλπες για το Ευρωκοινοβούλιο. Οσον αφορά τις γυναίκες, το ποσοστό συμμετοχής ήταν ακόμα χαμηλότερο (40,7%). Επιπλέον, το χάσμα μεταξύ ανδρικής και γυναικείας συμμετοχής έχει διευρυνθεί από 2 ποσοστιαίες μονάδες το 2009, σε 4 ποσοστιαίες μονάδες το 2014.
Η «ισότιμη πολιτική συμμετοχή των γυναικών», σύμφωνα με την έκθεση, μπορεί να οδηγήσει «στην εισαγωγή παραμελημένων ή νέων θεμάτων στην ευρωπαϊκή πολιτική ατζέντα». Στη «φάκα» όμως της στοίχισης των εργαζόμενων γυναικών πίσω από τη στρατηγική της ΕΕ, ακόμα και το «τυράκι» αποδεικνύεται ...μουχλιασμένο. Αυτό δείχνουν οι υποσχέσεις πως η «ισότιμη πολιτική συμμετοχή» μπορεί να φέρει στο επίκεντρο τα ζητήματα «συμφιλίωσης εργασίας και ιδιωτικής ζωής» που απασχολούν τις γυναίκες.
Τα μέτρα για τη λεγόμενη «συμφιλίωση» της εργασίας με την οικογένεια όχι μόνο δεν λείπουν, αλλά βρίσκονται σε θέση περιωπής στην ατζέντα της ΕΕ, αφού αποτελούν το όχημα για τη διεύρυνση της «ευελιξίας» στις εργασιακές σχέσεις.
Η ΕΕ δεν επιχειρεί να «εξισορροπήσει» τα δικαιώματα των γυναικών στη δουλειά και στη μητρότητα, αλλά να διαχειριστεί τις αντιφάσεις ανάμεσα στην εργασία των γυναικών και τη μητρότητα στις συνθήκες κυριαρχίας των καπιταλιστικών σχέσεων.
Από τη μία, επιδιώκει να προωθήσει την ένταξη των γυναικών σε μεγαλύτερα ποσοστά στη μισθωτή εργασία, ως πηγή παραγωγής και κατανομής της υπεραξίας. Από την άλλη, να συμπιέσει το «κόστος» των μέτρων και παροχών για τη μητρότητα, των αδειών, του πλήρους και σταθερού ωραρίου εργασίας, των υποδομών και υπηρεσιών για την οικογένεια, ως παράγοντες που ζημιώνουν τα κέρδη.
Από τις σχετικές αναλύσεις δεν λείπουν και οι παραδοχές για το τι πραγματικά βρίσκεται πίσω από τις διακηρύξεις για την «ισότητα». Οι συντάκτριες της έκδοσης σχολιάζουν με ...λύπη πως κίνητρο για την πρόβλεψη «ίση αμοιβή για ίση εργασία» δεν στάθηκε η «ισότητα», αλλά η προσπάθεια αποφυγής του «αθέμιτου ανταγωνισμού» ανάμεσα στα κράτη - μέλη.
Στην πραγματικότητα, ο στόχος για εξασφάλιση ισότιμων όρων στον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρηματικών ομίλων και η ενίσχυση των ευρωπαϊκών μονοπωλίων στον διεθνή ανταγωνισμό διαπερνούν κάθε κατεύθυνση της ΕΕ. Ετσι, πίσω από τις διακηρύξεις για «ίση αμοιβή για ίση εργασία» κρύβεται η επιδίωξη εξίσωσης προς τα κάτω των μισθών και για τα δύο φύλα, εξασφαλίζοντας πάμφθηνο εργατικό δυναμικό για την καπιταλιστική εργοδοσία.
Κανένα άλλοθι για την αντιλαϊκή στρατηγική της ΕΕ
Στα παραπάνω προστίθεται η επιχειρηματολογία σύμφωνα με την οποία η ανάγκη για μια «δημοκρατία της ισότητας» συνδέεται με την αντιπαράθεση με «τον αυξανόμενο λαϊκισμό και την άνοδο της ριζοσπαστικής δεξιάς», που καταγράφεται σε μια σειρά από χώρες τα τελευταία χρόνια και θεωρείται «απειλή για τη δημοκρατία».
Σύμφωνα με την «G5+», στη δραστηριότητα της οποίας ξεχωρίζουν οι πρωτοβουλίες για την ανάδειξη της διάστασης του φύλου στις διαπραγματεύσεις για ένα «δίκαιο Brexit», «πολλά λαϊκιστικά κόμματα υποστηρίζουν τις βαθιά ανελεύθερες πολιτικές» και χρησιμοποιούν τη στήριξη που λαμβάνουν «για να υπονομεύσουν το κράτος δικαίου και να παραβιάσουν τα δικαιώματα των γυναικών και των μειονοτήτων».
Στο πλαίσιο αυτό, η ισότητα των φύλων προβάλλεται ως παράγοντας «για τη διαφύλαξη των ευρωπαϊκών δημοκρατιών», απέναντι στα «κύματα λαϊκισμού» αλλά και «τρομοκρατίας» που «απειλούν την ειρήνη και την ευημερία».
Ομως, οι εχθρικές για τα δικαιώματα των γυναικών πολιτικές θέσεις που υιοθετούν και προβάλλουν τα ακροδεξιά κόμματα, δεν καθιστούν «προοδευτικές» τις θέσεις και την πολιτική της ΕΕ. Αντίθετα, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθούν στο πλαίσιο της επιθετικότητας της ιμπεριαλιστικής διακρατικής ένωσης, που στρέφεται επίσης ενάντια στα συλλογικά κοινωνικά δικαιώματα των γυναικών.
Η «G5+» δεν αρκείται να προειδοποιεί για τους κινδύνους και τις απειλές για τη «δημοκρατία» και την «ισότητα», αλλά βάζει πλώρη για να παρουσιάσει την ΕΕ ως ..περιστέρι της ειρήνης.
«Η ΕΕ είναι ένα φιλόδοξο σχέδιο αλληλεγγύης μεταξύ των εθνών ενάντια τη βία και τον πόλεμο», διαλαλεί. Τα παραπάνω «φιλειρηνικά» διαπιστευτήρια χορηγούνται την ίδια στιγμή που οι ανταγωνισμοί ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικά κέντρα και ενώσεις οξύνονται και οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές σπεύδουν όχι μόνο να δυναμώσουν τη συνεργασία τους με το ΝΑΤΟ αλλά και να ενισχύσουν την αυτοτελή στρατιωτική τους παρουσία και δράση.
Οι ανάγκες των γυναικών στη μόνιμη και σταθερή δουλειά με εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, στη μητρότητα, στη συνταξιοδότηση, στον ελεύθερο χρόνο, μπορεί και πρέπει να είναι κριτήριο ψήφου και στις ευρωεκλογές, όπως και σε κάθε άλλη εκλογική αναμέτρηση των επόμενων μηνών.
Με το κριτήριο αυτό οι εργαζόμενες, οι άνεργες, οι νέες και οι συνταξιούχοι πρέπει να στείλουν μέσα από την κάλπη μήνυμα ενίσχυσης του ΚΚΕ. Να δυναμώσουν τον αγώνα και τη διεκδίκηση για σύγχρονα δικαιώματα, κατάργηση της «ευέλικτης» εργασίας, δημόσιες και δωρεάν κοινωνικές υπηρεσίες για τις ανάγκες της οικογένειας, των παιδιών και των ηλικιωμένων μελών της. Να γυρίσουν την πλάτη στις προσπάθειες εξωραϊσμού του ταξικού χαρακτήρα της ΕΕ, στα μεγάλα λόγια για τις «αξίες της ισότητας» και το «ευρωπαϊκό κεκτημένο».

Ευ

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2019

ΣΩΜΑΤΕΙΑ - ΛΑΪΚΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Κινητοποίηση για συγκοινωνίες που να καλύπτουν τις λαϊκές ανάγκες


Κινητοποίηση στη Θεσσαλονίκη, με αίτημα συγκοινωνίες που να καλύπτουν τις λαϊκές ανάγκες, διοργανώνουν αύριο Τετάρτη στις 12 μ., στα κεντρικά του ΟΑΣΘ, Σωματεία Εργαζομένων (Οικοδόμων, Εμποροϋπαλλήλων, Ιδιωτικών Υπαλλήλων, Εργολαβικών Καθαριστριών και Φυλάκων, Επισιτισμού - Τουρισμού), οι Λαϊκές Επιτροπές της Θεσσαλονίκης και η Επιτροπή Αγώνα Εργαζομένων ΟΑΣΘ.
Με ανακοίνωσή τους σημειώνουν: «Το δούλεμα περί "σημαντικής βελτίωσης" της μετακίνησης με Μέσα Μαζικής Μεταφοράς στην πόλη πρέπει να πάρει άμεσα τέλος. Να σταματήσει το φαγοπότι που στρώνει η κυβέρνηση για κοινοπραξίες, ιδιωτικές εταιρείες, ΚΤΕΛ, τουριστικά. Καμιά ιδιωτικοποίηση ή κρατικοποίηση βασισμένη στη λογική "κόστους - οφέλους", που εξασφαλίζει χρυσές δουλειές στους εργολάβους, τους διευκολύνει να παρέχουν συγκοινωνιακό έργο με κρατικό χρήμα και φθηνούς, "ευέλικτους" εργαζόμενους χωρίς δικαιώματα. Δεν μπορεί να χάνεται η μισή μέρα στην αναμονή για μετακίνηση, δεν μπορεί να κινδυνεύει η υγεία ή η ζωή των επιβατών κατά τη μετακίνηση. Να σταματήσουν οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, τα λαϊκά στρώματα να πληρώνουν τα σπασμένα της έλλειψης υποδομής για τακτικές και ασφαλείς συγκοινωνίες σε έντονες καιρικές συνθήκες».
Τα Σωματεία και οι Λαϊκές Επιτροπές καλούν το λαό να παλέψει για: Κρατική επιδότηση και κάλυψη στο δικαίωμα του λαού σε σύγχρονες, τακτικές, ασφαλείς και φθηνές αστικές συγκοινωνίες. Μείωση της τιμής του εισιτηρίου στο μισό. Κατοχύρωση της δωρεάν μετακίνησης των ανέργων. Δωρεάν μετακίνηση των εργαζομένων και των μαθητών τις ώρες που μετακινούνται από και προς τη δουλειά και τα σχολεία. Συντήρηση του στόλου από μόνιμο προσωπικό. Προσλήψεις εργαζομένων με πλήρη δικαιώματα. Αξιοποίηση των εγχώριων δυνατοτήτων για κατασκευή νέων οχημάτων. Συχνές, τακτικές αστικές συγκοινωνίες με ανθρώπινες συνθήκες. Κάλυψη της χρηματοδότησης από τον κρατικό προϋπολογισμό.