…γρυλίζουν, αλυχτάνε, φοβερίζουν. Όλοι στο ίδιο μοτίβο: «τα κεφάλια μέσα, κινδυνεύει η παραμονή μας στο ευρώ», «από εδώ και πέρα θα ζούμε φτωχότερα γιατί αλλιώς θα γυρίσουμε στο ’50 (στα fifties, ντε!)», «να κόψουμε κι άλλα, κι άλλα, να κόψουμε δώρα, επιδόματα, επικουρικές, να πάνε οριστικά στο διάολο και οι συλλογικές συμβάσεις γιατί αλλιώς θα πέσει ο ουρανός στα κεφάλια μας», «πληρώστε ρε κουφάλες τα χαράτσια, πληρώστε γιατί θα σας …», «πάρτε και μια αύξηση στη ΔΕΗ γιατί θα καταστραφεί η καημενούλα η Ανώνυμος Εταιρία» κλπ κλπ.
Είναι η ίδια ιστορία. Η ιστορία μιας βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης που δεν επιδέχεται διαχείριση, νεοφιλελεύθερη, σοσιαλδημοκρατική ή άλλη. Μια κρίση που βαφτίστηκε στην αρχή «χρηματοπιστωτική» και μετά «κρίση χρέους». Μια κρίση όμως που δεν είναι τίποτε άλλο από κρίση υπερσυσσώρευσης, μια κρίση που στην εξέλιξή της καταστρέφει βίαια παραγωγικές δυνάμεις και θα τελειώσει με μεγάλη καταστροφή κεφαλαίου της οποίας τη βιαιότητα και τη μορφή δεν μπορούμε ακόμα να προβλέψουμε. Οι κυρίαρχοι ιμπεριαλιστικοί κύκλοι παλεύουν να τη βγάλουν καθαρή με συντεταγμένη καταστροφή κεφαλαίου, ενώ ταυτόχρονα αξιοποιούν την κρίση για να προχωρήσουν προαποφασισμένες καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που συνιστούν την προίκα της αστικής τάξης και θα εξασφαλίσουν την μελλοντική κερδοφορία της.
Τα μονοπώλια παρά τον αδυσώπητο μεταξύ τους ανταγωνισμό είναι δεμένα σε αρραγές μέτωπο όταν έρχονται να αντιμετωπίσουν τον προαιώνιο εχθρό: την εργατική τάξη. Μπορεί να σφάζονται στα παρασκήνια η Μέρκελ με τον Σαρκοζί ή τον Κάμερον, η Societe Generale με την Standard ‘n Poors, το Αλαφουζέικο με το Μπομπολέικο και πάει λέγοντας, αλλά καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα: απαιτείται (για να σωθούν οι ίδιοι) ακόμα μεγαλύτερη ένταση της εκμετάλλευσης, κι άλλη, κι άλλη εκμετάλλευση, για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα (τα κέρδη τους), ακόμα πιο πολλή εκμετάλλευση, πιο μεγάλο ξεζούμισμα για να σωθεί η πατρίδα (τα κεφάλαιά τους).
Κι όλοι μαζί, όλα μαζί τα μαντρόσκυλα του καπιταλισμού, μαζί και οι παπαγάλοι τους, μαζί και το κοιλέντερο πολιτικό τους προσωπικό, όλοι μαζί εν χορώ, άλλος με τσιρίδες, άλλος με κλαψουρίσματα, άλλος με φανφάρες για καινούριες «αφηγήσεις», ο καθένας με την παπαριά του, απειλούν και εκβιάζουν τούτο το μεγάλο μικρό λαό και στο πρόσωπό του όλους τους λαούς του κόσμου : «βούλωσέ το! Χάρη σου κάνουμε που υπάρχεις».
Και τι θα γίνει; Απέναντι σε όλο τούτο το κακό τι θα αντιπαρατάξουμε εμείς; Μήπως «εποικοδομητικές» προτάσεις για «ευρωομόλογα»; Μήπως να ασκήσουμε «λογιστικό έλεγχο του χρέους» για να ξεφορτωθούμε ένα κομμάτι του; Μήπως να απευθυνθούμε στο «ξανθό γένος», ή στους Κινέζους, ή στο Ισραήλ; «Να τους δώσουμε ρε αδερφέ κι ένα κοίτασμα ή κάτι τέτοιο, μπας και μας ελεήσουν…» Κούνια που τους κούναγε όσους δίνουν τέτοιες συνταγές…
Είναι «κομμένα τα γεφύρια πίσω μας». Δεν υπάρχουν επιστροφές σε «παλιές, ήσυχες εποχές», σε εποχές δηλαδή που τρώγαμε κι ένα ξεροκόμματο. Μπροστά μας είναι μια παγωμένη στέπα – αυτό είναι το μέλλον που μας επιφυλάσσουν. Μπορεί να είναι και μια φλεγόμενη κόλαση αν κάπου παραμονεύει κι ο πόλεμος.
Είναι η κοινή μας μοίρα. Και μπορούμε να την αλλάξουμε μόνο από κοινού.
Και πρωτ’ απ’ όλα όσοι είναι ακόμα στρογγυλοκαθισμένοι σε σύννεφα αυταπατών, ας κατέβουν στο έδαφος, έστω κι αν πέσουν βίαια και σκάσουν κάτω με κρότο: ετούτη η βαρβαρότητα δεν παύει αν το σαπισμένο κοινωνικοπολιτικό σύστημα που λέγεται καπιταλισμός δεν συντριβεί μια και καλή.
Για να γίνει αυτό δεν αρκούν οι σκόρπιοι αμυντικοί αγώνες, αντιστάσεις από ‘δω κι από κει. Απέναντι στο μαύρο μέτωπο των καπιταλιστών χρειάζεται ενιαίο, σιδερένιο μέτωπο του λαού με πρωτοπόρα δύναμη την εργατική τάξη.
Χρειάζεται σχέδιο, αποφασιστικότητα, θέληση και αντοχή.
Να ξεμπερδέψουμε με τις αυταπάτες για την ΕΕ. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά φυλακή για τους λαούς. Μας βάζει ακόμα και πρόστιμο γιατί παράγουμε γάλα! Μας επιδοτεί για να μην καλλιεργούμε τα χωράφια και για να καίμε τις βάρκες μας! Δεν μπορεί να υπάρξει οικονομία σε όφελος του λαού, λαϊκή οικονομία εντός της ΕΕ. Αποδέσμευση τώρα!
Μονομερής διαγραφή του χρέους. Ούτε σεντ από το χρέος της χώρας δεν μας ανήκει. Όλα τα έφαγαν οι καπιταλιστές. Τα έκαναν φοροαπαλλαγές, θαλασσοδάνεια, θαλασσοεπιδοτήσεις. Ξεκοκκάλισαν τα δάνεια μέχρι το τελευταίο ευρώ. Ακριβώς όπως έκαναν και οι κοτζαμπάσηδες από το 1821 ακόμα. Δεν δεχόμαστε να πληρώσουμε ούτε ένα ευρώ από το χρέος.
Καινούρια εξουσία, λαϊκή γιατί είναι η ώρα για τη μεγάλη αλλαγή: για κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία, για οικονομία που θα έχει στο κέντρο της τις λαϊκές ανάγκες. Σε αυτή την οικονομία τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής και πρωτ’ απ’ όλα η ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες, οι μεταφορές, ο ορυκτός πλούτος θα είναι κοινωνικοποιημένα, δηλαδή πραγματικά λαϊκή περιουσία. Η παραγωγική διαδικασία θα είναι κάτω από εργατικό έλεγχο, που θα εξασφαλίζει την καταπολέμηση της διαφθοράς, την αξιοκρατία, τον προσανατολισμό στην κοινωνική ωφέλεια. Βάση αυτής της οικονομίας θα είναι ο Παραγωγικός Συνεταιρισμός της Αγροτιάς και των Επαγγελματιών και Βιοτεχνών. Αυτή η οικονομία θα αναπτύσσει ισότιμες εμπορικές και οικονομικές σχέσεις με όλες τις χώρες του κόσμου. Αυτή είναι η μόνη μορφή οικονομίας που μπορεί να εξασφαλίσει ότι ο πλούτος που παράγεται θα επιστρέφει στο λαό. Θεματοφύλακας της λαϊκής ευημερίας δεν μπορεί παρά να είναι ο ίδιος ο λαός και η εξουσία του που θα εδράζεται σε νέους λαογέννητους θεσμούς, με εκπροσώπους σε όλα τα επίπεδα άμεσα ανακλητούς και χωρίς κανένα προνόμιο.
Ας προβληματιστεί ο κάθε βασανισμένος για τα παραπάνω. Ας αναλογιστεί ο καθένας τώρα που πήρε μπροστά ξανά η γεννήτρια των εκβιασμών: ως πότε ο φόβος; Ως πότε ο καθένας μόνος του; Ως πότε θα πασχίζουμε να μερεμετίσουμε τούτο το ερείπιο που του πρέπει μόνο γκρέμισμα;
Οι Λαϊκές Επιτροπές και το ταξικό κίνημα, ανοίγουν όλα τα μέτωπα, διεκδικώντας μέτρα προστασίας και ανακούφισης της λαϊκής οικογένειας. Παλεύουμε απ’ όλα τα μετερίζια για άμεσα αποτελέσματα, αλλά και για να ανοίξουμε το δρόμο για ρήξεις, συγκρούσεις και για την τελική ανατροπή.
Τώρα λοιπόν που ξαμολυθήκανε ξανά τα μαντρόσκυλα να μας τρομοκρατήσουν, ας τους δείξουμε το μπόι μας: «μας φαίνονταν τεράστιοι γιατί ήμασταν γονατιστοί. Ας εγερθούμε!».
Yo no voy a morirme