Πλούσιο υλικό από το οποίο μπορούν να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα για το ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ και το ποια είναι πραγματικά η στρατηγική του προσφέρουν και οι διαδικασίες της Βουλής.
Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ σε μια σειρά ζητήματα που αφορούν την αντιλαϊκή επίθεση της συγκυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ αποδεικνύει ότι στην πράξη η λογική του μικρότερου κακού, στο όνομα του ρεαλισμού και του εφικτού, στην πραγματικότητα συγκαλύπτει την αποδοχή του ευρύτερου στρατηγικού πλαισίου μέσα στο οποίο κινείται η ασκούμενη πολιτική. Ο ΣΥΡΙΖΑ, έτσι, καλλιεργεί στο λαό τη λογική των μειωμένων απαιτήσεων, οδηγώντας τον στο συμβιβασμό με τη χρεοκοπία που του επιβάλλουν τα μονοπώλια και στη λογική της διαπραγμάτευσης για το πώς αυτή θα πραγματοποιηθεί.
Το παράδειγμα των πλειστηριασμών
Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ στη διάρκεια της συζήτησης και της ψήφισης του νομοσχεδίου για τους πλειστηριασμούς της πρώτης κατοικίας είναι χαρακτηριστική.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλ. Τσίπρας, κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου, κατακεραύνωσε λεκτικά την κυβέρνηση και την κατήγγειλε για «ριφιφί στην ιδιωτική περιουσία, στα μέσα παραγωγής του φτωχού και μικρομεσαίου αγρότη». Θυμίζουμε ότι στην ομιλία του για τον κρατικό προϋπολογισμό είχε πει για το θέμα αυτό: «Οι πλειστηριασμοί εξυπηρετούν σχέδιο της τρόικας για την ολοκλήρωση του κύκλου της υποτίμησης και τη μετατροπή της χώρας σε μια αποικία χρέους με μισθούς των 300 ευρώ και με μια ανεργία στο 35%. Δεν θα πλήξουν μόνο τους πολίτες. Δεν θα πλήξουν μόνο την κοινωνία. Θα καταστρέψουν ολοσχερώς την οικονομία»και ότι για τον ΣΥΡΙΖΑ «οι πλειστηριασμοί και οι μαζικές απολύσεις σηματοδοτούν μία διπλή κόκκινη γραμμή», γιατί «δεν είναι προς συζήτηση με καμία τρόικα η ανατίναξη της ελληνικής οικονομίας μετά τη διάλυσή της. Σταματήστε, λοιπόν, κάθε σκέψη για ανοιχτό παράθυρο στους πλειστηριασμούς».
Παρ' όλη αυτήν τη φρασεολογία περί «κόκκινων γραμμών», ο ΣΥΡΙΖΑ περιορίστηκε να καταθέσει τροπολογία στο νομοσχέδιο που προέβλεπε την παράταση των πλειστηριασμών για ένα χρόνο με διαφορετικές προϋποθέσεις από αυτές που έθετε το κυβερνητικό νομοσχέδιο (ουσιαστικά έκανε ό,τι έκαναν μέχρι τώρα οι κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ). Δεν πρότεινε δηλαδή τη ρητή απαγόρευση των πλειστηριασμών και την ουσιαστική ελάφρυνση των χρεών των λαϊκών νοικοκυριών - όπως έκανε το ΚΚΕ - αλλά την παράταση της αβεβαιότητας των εργαζομένων.
Εντύπωση προκαλεί και το γεγονός πως όταν ήρθε η ώρα για την ψήφιση του κυβερνητικού νομοσχεδίου, ο ΣΥΡΙΖΑ έθεσε πρόταση για ονομαστική ψηφοφορία μόνο πάνω σε ορισμένα άρθρα του, τα οποία δεν αφορούσαν αυτούς καθαυτούς τους πλειστηριασμούς.
Πριν τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, ο ειδικός αγορητής του κόμματος Γ. Σταθάκης, αναλύοντας τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ για το νομοσχέδιο, είχε αναφέρει ότι «ο νόμος Κατσέλη προστατεύει το δανειολήπτη με ένα πολύ υψηλό ποσοστό, το οποίο φτάνει μέχρι τετρακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ αξία του ακινήτου - δηλαδή τους καλύπτει όλους πρακτικά», αποσιωπώντας το γεγονός ότι ο νόμος αυτός διατηρούσε στο ακέραιο τη θηλιά των χρεών προς τις τράπεζες γύρω από το λαιμό των λαϊκών νοικοκυριών.
Επιπλέον ο Γ. Σταθάκης σημείωσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε προτείνει στην κυβέρνηση: «Πρώτον, να απαγορευτεί η πώληση κόκκινων δανείων στα distress funds. Δεύτερον, να ανασταλεί οποιαδήποτε συζήτηση για ένα χρόνο, προκειμένου να φτιαχτεί το κανονιστικό πλαίσιο. (...) Η κυβέρνηση σήμερα κάνει το δεύτερο: Φέρνει μία διαδικασία - όχι κανονιστικό πλαίσιο - για το πώς θα φτιάξουμε το κανονιστικό πλαίσιο και αναστέλλει με τον τρόπο που θα δείξω στη συνέχεια τη διαδικασία κατάσχεσης με έναν τρόπο που δεν διατηρεί ως είχε το σύστημα, αλλά το μετατοπίζει κατά τι». Εδώ πια γίνεται καθαρό ότι η κριτική που κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ δε γίνεται από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων, αλλά από τη σκοπιά των ίδιων των τραπεζιτών και άλλων μερίδων του κεφαλαίου, που σε καμία περίπτωση δεν ήθελαν πλήρη απελευθέρωση των πλειστηριασμών, αλλά ακριβώς τη διαμόρφωση ενός τέτοιου «κανονιστικού πλαισίου» και μιας τέτοιας «μεταβατικής περιόδου» που να διασφαλίζει τα συμφέροντά τους, χωρίς να δημιουργεί κινδύνους π.χ. παραπέρα απότομης μείωσης στις τιμές των ακινήτων κλπ.
Οσον αφορά το Ειδικό Επενδυτικό Ταμείο που προέβλεπε το σχετικό νομοσχέδιο για την καλύτερη εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών ομίλων, η αντίρρηση του Γ. Σταθάκη αφορούσε μόνο στην έδρα: «Είναι αδιανόητη η επιλογή έδρας εκτός Ελλάδας. Δηλαδή, δεν είναι αξιόπιστη η Αθήνα να προσελκύσει ξένες επενδύσεις;»...
Στο διά ταύτα δεν αρνείται τα διόδια
Ενδεικτική ήταν επίσης η θέση του ΣΥΡΙΖΑ, για το νομοσχέδιο του υπουργείου Μεταφορών με το οποίο η κυβέρνηση εξασφάλισε επιπλέον μποναμά περίπου 8 δισ. ευρώ, πέρα από τα δισεκατομμύρια που έχουν ήδη τσεπώσει, στους κατασκευαστικούς ομίλους και στις τράπεζες, μέσω της επανέναρξης της κατασκευής των κεντρικών αυτοκινητοδρόμων. Το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε στη Βουλή στις 15 Δεκέμβρη, στο όνομα της επανεκκίνησης των «μεγάλων έργων», εξασφαλίζει καταρχήν στους κατασκευαστικούς ομίλους έως το 2015 πρόσθετη άμεση κρατική χρηματοδότηση ως και 1,15 δισ. ευρώ και μέρος των εσόδων που εισπράττει από τα διόδια, τα οποία αυξάνει ως και 60%.
Στη διάρκεια της συζήτησης τα όσα ανέφερε η εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ Ευγ. Ουζουνίδουήταν χαρακτηριστικά: «Εσείς αναφέρατε, κύριε υπουργέ, στην Επιτροπή, ότι η ισπανική κυβέρνηση επέλεξε να δώσει άτοκα δάνεια στους παραχωρησιούχους (...) Γιατί δεν πήρατε το παράδειγμα από την Ισπανία όπου το δημόσιο δάνεισε, έστω και άτοκα; Δε δανείστηκε για να χαρίσει στους παραχωρησιούχους». Ουσιαστικά αυτό που προτείνει η εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ είναι η κυβέρνηση να προσφέρει άτοκα δάνεια στους ομίλους που έχουν αναλάβει τα έργα, για να μπορούν μετά αυτοί να θησαυρίσουν από την εκμετάλλευση των έργων αυτών.
Σε ό,τι αφορά τα διόδια όχι μόνο δεν απαίτησε την κατάργησή τους, αλλά υπογράμμισε αναφερόμενη στον υπουργό Μ. Χρυσοχοΐδη: «Ελπίζω πως οι ανακοινώσεις σας στην επιτροπή για το θέμα του εναλλακτικού δικτύου, για το θέμα της αναλογικής χρέωσης και το θέμα των μεγάλων εκπτώσεων θα τηρηθούν γραπτώς»! Με άλλα λόγια, πλήρης αποδοχή του χαρατσώματος των λαϊκών στρωμάτων για το δικαίωμά τους να χρησιμοποιούν το οδικό δίκτυο, με «προοδευτική» πινελιά ορισμένες «εκπτώσεις»... τις οποίες έτσι κι αλλιώς κάνουν ήδη αρκετές κοινοπραξίες που εκμεταλλεύονται οδικούς άξονες, στη λογική της προσέλκυσης μεγαλύτερης πελατείας!
Παράλληλα, καταθέτοντας τα διαπιστευτήριά της συνολικά στο μεγάλο κεφάλαιο, η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθώντας πιστά τη γραμμή του κόμματός της, κατήγγειλε την κυβέρνηση για την: «Αποδοχή και συνομολόγηση από μεριάς του ελληνικού δημοσίου καθολικής ανωτέρας βίας, η οποία φαίνεται σαν να υπάρχει μόνο για τους εμπλεκόμενους με τις συμβάσεις παραχώρησης και όχι για κάθε επιχειρηματία που έχει ήδη κλείσει ή βλέπει να φθίνει η επιχείρησή του»! Ουσιαστικά, εκφράζοντας και πάλι τμήματα του κεφαλαίου που απαιτούν άλλο μείγμα διαχείρισης, εγκαλεί την κυβέρνηση γιατί με την ίδια αιτιολόγηση της «καθολικής ανώτερης βίας» που χρησιμοποιεί για τον μποναμά στους κατασκευαστικούς ομίλους, δεν παρέχει αρκετή «ρευστότητα» σε όλες τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις.
Σχέδιο για «βιομηχανικούς πρωταθλητές»
Οι παραπάνω χαρακτηριστικές τοποθετήσεις γίνονται όλο και πιο πυκνές, εντός και εκτός Βουλής, καθώς προχωρά με γοργούς ρυθμούς η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να πείσει την αστική τάξη ότι μπορεί να αναλάβει τη διακυβέρνηση και να διαχειριστεί πιο αποτελεσματικά τα συμφέροντά της. Από αυτήν την άποψη είναι ενδεικτική η πιο γενική πολιτική παρέμβαση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλ. Τσίπρα κατά τη συζήτηση για τον κρατικό προϋπολογισμό και η σαφής τοποθέτησή του μέσα στο πλαίσιο της ενδοαστικής αντιπαράθεσης. Η κριτική του στην κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό έγινε στη βάση ότι «αντί να αξιοποιήσει τη διεθνή αμφισβήτηση του προγράμματος της λιτότητας στην Ελλάδα και το ιστορικό δίλημμα που υπάρχει αυτήν τη στιγμή στην Ευρώπη μεταξύ μερκελισμού και κεϊνσιανισμού, θα πω εγώ μεταξύ της λογικής της λιτότητας και της ανάπτυξης, της ύφεσης και της παραγωγικής ανασυγκρότησης, αντί να αξιοποιήσει αυτήν τη συζήτηση, ακολουθεί τυφλά την καταστροφική πεπατημένη».
Καταθέτοντας, χωρίς πολλές-πολλές περιστροφές, το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ για την ενίσχυση των βιομηχάνων, σημείωσε: «Εχουμε, επίσης, επεξεργαστεί σχέδιο για τη διατήρηση και ενίσχυση της βιομηχανικής παραγωγής που έχει απομείνει, αλλά και για την καινοτόμο τεχνολογική ανασυγκρότηση των βιομηχανικών παραγωγικών δομών. (...) Χωρίς εθνική βιομηχανία δεν μπορεί να νοηθεί ελληνική οικονομία. Χρειαζόμαστε την άμεση ενίσχυση της βαριάς μεταλλευτικής βιομηχανίας, αλλά και τη δημιουργία ισχυρών ελληνικών βιομηχανικών πρωταθλητών. Αυτό σημαίνει χαμηλό ενεργειακό κόστος με ρήτρα απασχόλησης και φορολογία στα κέρδη, όχι στην παραγωγή».
Αν η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ διαγκωνίζονται για το ποιανού η πολιτική ευνοεί περισσότερο την ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας και τη διαμόρφωση «βιομηχανικών πρωταθλητών» πάνω στα ερείπια των λαϊκών δικαιωμάτων, οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα είναι αυτοί που πρέπει να αξιοποιήσουν την όλο και μεγαλύτερη πείρα τους και να μην τσιμπήσουν στις αποπροσανατολιστικές παγίδες που στήνουν για αμπαλάζ τα κόμματα της αστικής διαχείρισης. Στο πλαίσιο της εξουσίας των μονοπωλίων δεν υπάρχει «μικρότερο κακό» για το λαό, μόνο κατήφορος δίχως τέλος για τα δικαιώματά του. Γι' αυτό και η πάλη του πρέπει να στοχεύει στη ριζική ανατροπή της!
Αναδημοσίευση από τον «Κυριακάτικο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» Σάββατο - 4 Κυριακή 5 Γενάρη 2014